- μικροτόμος
- ο1. (χημ.-μεταλλ.) όργανο με τη βοήθεια τού οποίου παρασκευάζονται λεπτά δοκίμια υλικών προοριζόμενα να υποβληθούν σε μικροσκοπική εξέταση2. βιολ. όργανο με το οποίο τέμνονται σε λεπτότατα τεμάχια ιστοί φυτών ή ζώων που έχουν σκληρυνθεί προηγουμένως, προκειμένου να εξεταστούν στο μικροσκόπιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microtome < micro (βλ. μικρ[ο]) + -tome (< -τόμος)].
Dictionary of Greek. 2013.