μικροτόμος

μικροτόμος
ο
1. (χημ.-μεταλλ.) όργανο με τη βοήθεια τού οποίου παρασκευάζονται λεπτά δοκίμια υλικών προοριζόμενα να υποβληθούν σε μικροσκοπική εξέταση
2. βιολ. όργανο με το οποίο τέμνονται σε λεπτότατα τεμάχια ιστοί φυτών ή ζώων που έχουν σκληρυνθεί προηγουμένως, προκειμένου να εξεταστούν στο μικροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microtome < micro (βλ. μικρ[ο]) + -tome (< -τόμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”